- ἁδύπολις
- ἁ̱δύπολις , ἡδύπολιςdear to the peoplenom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύπολις — ἡδύπολις, όλιδος, δωρ. τ. άδύπολις, ὁ, ἡ (Α) αγαπητός στους πολίτες, στον λαό («σοφός ὤφθη βασάνῳ θ ἁδύπολις» αποδείχθηκε έπειτα από δοκιμασία σοφός και αγαπητός στον λαό, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πόλις] … Dictionary of Greek
αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… … Dictionary of Greek